- συμποσιάρχῃ
- συμποσιάρχηςpresident of a drinking-partymasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπόσιο(ν) — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στην πλούσια συνεστίαση με ποτό, που τη συνδύαζαν με μουσική, απαγγελία και συζητήσεις. Ευθύς μετά το φαγητό, οι δούλοι πρόσφεραν στους συνδαιτυμόνες νερό και αρωματικό σαπούνι για να πλύνουν τα χέρια τους.… … Dictionary of Greek